Αυτό το site χρησιμοποιεί cookies για να σας παρέχει καλύτερη εμπειρία. Μάθετε πως χρησιμοποιούμε τα cookies ή δείτε πως θα αλλάξετε τις ρυθμίσεις cookies.

OK

ΤΗΛ. ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ 210 38 08 445

Για παραγγελίες > 30€ ΔΩΡΕΑΝ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΑ

-79%

Εννέα και μία ιστορίες δίχως φλυαρίες

Ανδρέας Καρακίτσιος
3.00
Αρχική τιμή: 14.00
Εικονογράφος:
Σχήμα:
21Χ29
Σελίδες:
48
Εξώφυλλο:
ISBN:
978-960-6864-62-9

ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Οι εννιά και μία ιστορίες δίχως φλυαρίες είναι μικρές και νόστιμες ιστορίες. Καταβροχθίζονται εύκολα στο τραπέζι ανάμεσα σε δυο μπουκιές από ένα φαγητό που δεν κατεβαίνει με τίποτα. Καταπίνονται στα γρήγορα και στο Σχολείο, καθώς η δασκάλα φωνάζει: ησυχία, όλοι στα θρανία και γράψτε ορθογραφία. Δεν κατεβαίνουν με τίποτα στην αυλή και στο διάλειμμα. Τότε τις παίζουμε, τις κάνουμε χίλια κομμάτια, τις αλλάζουμε τα φώτα (το τέλος ή την αρχή). Κρατούν λίγο, όσο ένα χαμόγελο, ένα βλέμμα, ένα σκίρτημα χαράς… Δέκα μικρές ιστορίες, από αυτές που καθημερινά διαδραματίζονται γύρω μας, δίπλα μας αλλά και τόσο μακριά μας. Γιατί ο τόπος, το θέατρο των γεγονότων και επεισοδίων δεν είναι η καθημερινότητά μας αλλά ο θαυμαστός κόσμος των παιδιών… εκεί όπου η μνήμη και λογική τα βρίσκουν μπαστούνια με τη φαντασία και τον αυθορμητισμό και υποχωρούν ατάκτως και εμφανώς με την ουρά στα σκέλια… Οι δέκα ιστορίες είναι το ίδιο απολαυστικές και για τους μικρούς αλλά και για τους μεγάλους, που ξέμαθαν τον κόσμο των ονείρων, των παραμυθιών, των χρωμάτων και των μυρωδιών. Δεν ξέρω γιατί έγραψα αυτές τις ιστορίες, ξέρω όμως πώς τις έγραψα… Αρχικά ήταν η διάθεσή μου να μιλήσω κάπως αλλιώτικα με την εξάχρονη τότε Κρυσταλένα. Έτσι ξεκίνησα πρώτα να γράφω μαζί της, πριν αρχίσω να γράφω για παιδιά της ηλικίας της. Το πρώτο μάθημα που πήρα ήταν η ελευθερία με την οποία η Κρυσταλένα, όπως και όλα τα παιδιά του κόσμου παίζουν με τις φόρμες, τα λογοτεχνικά είδη και τα θέματα. Μια ελευθερία που προκύπτει από την απειρία τους και την άγνοια των λογοτεχνικών κανόνων. Αναμειγνύουν για παράδειγμα το φανταστικό με το πραγματικό, προχωρούν με αφηγηματικά άλματα και ρήξεις, αλλάζουν χωρίς να νοιάζονται για προοπτικές και οπτικές γωνίες και ιδιοποιούνται με άνεση τις ιστορίες που άκουσαν ή είδαν και όλα αυτά χωρίς να έχουν συνείδηση των επιλογών τους. Έτσι οι ιστορίες που έλεγα στα γρήγορα κάθε βράδυ, είτε τις είχα διαβάσει πρόσφατα λόγω επαγγελματικής διαστροφής (του Bernard Friot και της Σοφίας Φίλντιση για παράδειγμα) είτε τις θυμόμουν ασαφώς, είτε τις ταίριαζα με αυτά που είχαν προηγηθεί ( για να επισημάνω αβλεψίες και λάθη της ημέρας), επανέρχονταν τώρα μέσα από τις αφηγήσεις και επαναφηγήσεις της Κρυσταλένας φρεσκότερες και νοστιμότερες. Πήρα λοιπόν τον υπολογιστή μου και έχοντας δίπλα ως κριτή και ισότιμο συνεργάτη την Κρυσταλένα έγραψα αυτές τις δέκα ιστορίες. Κείμενο που διαβάστηκε στην εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου « Εννιά και μια ιστορίες δίχως φλυαρίες» στο βιβλιοπωλείο «Μαλλιάρης – Παιδεία» της Θεσσαλονίκης. Αυτή η εκδήλωση που είναι μια τυπική παρουσίαση του βιβλίου « Εννιά και μία ιστορίες δίχως φλυαρίες» είναι επικεντρωμένη στους συμμαθητές και στις συμμαθήτριές της Κρυσταλένας, της τρίτης τάξης του Δημοτικού της Αδαμαντίου Σχολής. Είμαστε πια αρκετοί σε αυτήν τη φιλόξενη αίθουσα του πολυβιβλιοπωλείου « Μαλλιάρης – Παιδεία», Δ. Γούναρη 23, Θεσσαλονίκη. Έτσι, θα παρακαλούσαμε τα παιδιά να προσέχουν τις μαμάδες κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης και να μην παρεκτρέπονται …μπροστά στον κόσμο. Θα ακούσουμε εξαίρετη μουσική από τον Φώτη και τη Βάσω, θα διαβάσουμε δυο τρεις ιστορίες από το βιβλίο και στη συνέχεια τα παιδιά θα συμμετέχουν σε ψυχαγωγικές δράσεις φιλαναγνωσίας με οδηγήτρια και εμψυχώτρια τη συγγραφέα Έλενα Αρτζανίδου. Την ίδια ώρα οι μεγάλοι σύμφωνα και με την πρόσκληση θα τιμήσουν τον μπουφέ. Να συμφωνήσουμε ξανά όλοι ότι η μάζωξη έχει ως κεντρικό και προνομιακό αποδέκτη τα παιδιά και ειδικότερα τους φίλους και φίλες της Κρυσταλένας συμμαθητές, συμμαθήτριες και μη… Επομένως η δική μου η παρέμβαση έχει χαρακτήρα συντονιστικό αλλά και ολίγον επεξηγηματικό, γιατί πρέπει να μιλήσω και να πω κάποια πράγματα. Τι να πώ; Να! σκέφτομαι τις πιθανές ερωτήσεις σας και θα προσπαθήσω να σας απαντήσω. Aπό που να αρχίσω; Η συνηθισμένη ερώτηση που διατυπώνεται όλο και πιο συχνά στους συγγραφείς σχεδόν σε όλες τις παρουσιάσεις βιβλίων και τείνει να γίνει στερεότυπη είναι : Πώς γράφετε ή πώς γράψατε το βιβλίο ; Είναι ένα βασανιστικό ερώτημα που έρχεται σχεδόν σε όλες τις παρουσιάσεις βιβλίων. Θα προσπαθήσω να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα, όσο γίνεται πιο ειλικρινά και άμεσα. Λοιπόν, δεν είχα κάτι συγκεκριμένο ή σχεδόν τίποτε, πριν ξεκινήσω να γράφω. Πιστεύω άλλωστε ότι γράφει κανείς, όχι γιατί έχει στο μυαλό του ένα σύστημα σκέψης ή ένα σύνολο τεχνικών που οδηγούν στη συγγραφή, όσο γιατί γράφοντας και διαβάζοντας αναπτύσσεις ένα σχετικό savoir faire, μια ειδική τεχνογνωσία συγγραφής και ενδεχομένως μια αίσθηση κατάκτησης ενός προσωπικού στυλ και όχι βέβαια κάποιας προσωπικής γραφής. Αυτό το στυλ το νοιώθω ως κάτι το πολύ αποσπασματικό, μερικό και ακαθόριστο, που δεν τολμώ να το ονομάσω μέθοδο γραφής. Είμαι σίγουρος ότι για να γράψω αυτό το βιβλίο, δεν υπάκουσα σε συγκεκριμένους κανόνες, ακόμη και σε αυτούς τους κανόνες που διδάσκουμε και διδάσκω και εγώ προσωπικά (ή καλύτερα προτείνω) στα μαθήματα δημιουργικής γραφής για μικρούς και μεγάλους σε φοιτητές και φοιτήτριες της Παιδαγωγικής Σχολής του Α.Π.Θ. Αισθάνομαι μια σχετική αμηχανία, όταν ακούω κάποιον να λέει ότι γράφει με κάποιο συγκεκριμένο αφηγηματικό σχήμα ή με κάποια συγκεκριμένη τεχνική. Θεέ μου! Πώς να γράψεις με βάση ένα μοντέλο τόσο γενικό ή τόσο αόριστο. Σκέφτομαι τα παιδιά του Δημοτικού και του Γυμνασίου που τα ζητάμε να γράψουν κείμενα , (συνήθως εκθέσεις) μόνο με βάση τις τεχνικές και τους κανόνες του story grammar τα πρώτα και χωρίς τεχνικές τα δεύτερα και ανατριχιάζω! Έχω την εντύπωση ότι γράφουμε έχοντας ως αφετηρία ένα υλικό, μια ιδέα, ένα σύνολο περιστάσεων, παραστάσεων και όχι με μια μέθοδο. Τελικά είναι μάλλον πολύ ζόρικο να εξηγήσω τώρα και σΆ αυτήν τη στιγμή πώς έγραψα είτε με ένα συγκεκριμένο τρόπο είτε με βάση κάποιους κανόνες είτε με βάση ένα αφηγηματικό σχήμα το βιβλίο «Εννιά και μία ιστορίες δίχως φλυαρίες». Θα αναβάλλω για λίγο την απάντηση και θα επιστρέψω αργότερα. Θα ξεφύγω για λίγο, γιατί είναι πολύ πιο εύκολο για μένα, αντί να πω πώς έγραψα τις ιστορίες αυτές, να μιλήσω γιατί τις έγραψα. Λοιπόν στην αρχή, ήταν η διάθεσή μου να μιλήσω κάπως αλλιώτικα για διάφορα θέματα ρουτίνας ή πρωτόγνωρα για μένα με την εξάχρονη τότε κόρη μου την Κρυσταλένα. Υπήρχαν πολλά ερωτήματα από την πλευρά της σε πολλά μικροθέματα της καθημερινότητας, όπως είναι η υποχρεωτική εκπαίδευση, το καθημερινό πρόγραμμα, η σωστή διατροφή, οι σχέσεις μικρών και μεγάλων, η ατομική καθαριότητα κ.λ.π., πράγματα δηλαδή που ήθελαν καθαρές εξηγήσεις και ανάλογες απαντήσεις. Ξεκίνησα πρώτα να σκέφτομαι απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα, υφαίνοντας διάφορα φανταστικά επεισόδια, στα οποία συνήθως ενέπλεκα καταληκτικά και την επίλυση κάποιου από τα προβλήματα που έφερνε η καθημερινότητα. Προσπαθούσα επίσης μαζί με την αφήγηση κλασικών λαϊκών παραμυθιών να εισάγω σταδιακά και ιστορίες με περιεχόμενο από την καθημερινότητά μας ή να διασκευάζω κάπως τα κλασικά παραμύθια. Εννοείται ότι σε αυτές τις αλχημείες ή τις διασκευές είχα αποκλειστικό κριτή και σύμμαχο την Κρυσταλένα , γιατί ανάλογα με την αντίδρασή της συνέχιζα ή σταματούσα τις αλχημείες. Η εμπλοκή της Κρυσταλένας ήταν ποικιλότροπη και καθοριστική. ¶λλοτε παρέμβαινε κι έλεγε δεν μου αρέσει αυτή η ιστορία και εγώ ρωτούσα γιατί, κι έπαιρνα ένα σωρό χρήσιμες και δημιουργικές απαντήσεις, άλλοτε συμφωνούσε και πρόσθετε κάποια δικά της πράγματα. Αυτό έγινε καθημερινή συνήθεια και έτσι σχεδόν κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί η Κρυσταλένα άκουγε και δυο και τρεις και τέσσερις ιστορίες, καμιά φορά και περισσότερες. Και κάθε βράδυ αλλάζαμε και διορθώναμε ιστορίες. Ένα βράδυ συμφωνήσαμε σε κάτι. Κάθε πρωί η Κρυσταλένα ήταν υποχρεωμένη να μου πει μια από αυτές τις ιστορίες που άκουγε, όποια ήθελε. Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό σε πολλά επίπεδα. Πρώτα - πρώτα η Κρυσταλένα άρχισε να διαλέγει και να ζητάει λιγότερο ή περισσότερο κάποιεςσυγκεκριμένες ιστορίες. Έπειτα κάθε πρωί άκουγα για ένα πεντάλεπτο απίστευτες ιστορίες με απίστευτα επεισόδια και απίθανους συνδυασμούς αφηγηματικών στοιχείων. ±ταν εντυπωσιακή η ελευθερία με την οποία η Κρυσταλένα, όπως και όλα τα παιδιά του κόσμου, έπαιζε με τις φόρμες, τα λογοτεχνικά είδη και τα διάφορα θέματα. ±ταν μια ελευθερία που προέκυπτε από την απειρία της και την άγνοια των λογοτεχνικών κανόνων. Για παράδειγμα, μπέρδευε φανταστικά και πραγματικά επεισόδια, προχωρούσε με αφηγηματικά άλματα και ρήξεις, άλλαζε χωρίς να νοιάζεται για προοπτικές και οπτικές γωνίες και ιδιοποιείτο με άνεση τις ιστορίες που άκουσε ή είδε στην τηλεόραση και όλα αυτά χωρίς να έχει συνείδηση των επιλογών της. Βεβαίως, πλάι σε ενδιαφέρουσες αφηγηματικές συνθέσεις ετερόκλητων επεισοδίων με υπερβάσεις και ρήξεις φανταστικών και πραγματικών πλαισίων και άλλων συμβάσεων εμφανίζονταν και ιστορίες κοινότυπες, που ήταν επαναλήψεις των όσων είχε δει στην τηλεόραση ή στο σινεμά ή σε κάποιο βιβλίο. Δεν τις αποκλείαμε αλλά τις βάζαμε διακριτικά σε ένα άλλο «καλάθι» Έτσι οι ιστορίες που έλεγα στα γρήγορα κάθε βράδυ, που είτε τις είχα διαβάσει πρόσφατα λόγω επαγγελματικής υποχρέωσης (του Bernard Friot και της Σοφίας Φίλντιση για παράδειγμα) είτε τις θυμόμουν ασαφώς, είτε τις ταίριαζα με αυτά που είχαν προηγηθεί ( για να επισημάνω αβλεψίες και λάθη της ημέρας), επανέρχονταν τώρα μέσα από τις αφηγήσεις και επαναφηγήσεις της Κρυσταλένας φρεσκότερες και νοστιμότερες. Πήρα τότε τον υπολογιστή μου και έχοντας δίπλα μου ως αδέκαστο κριτή και ισότιμο συνεργάτη την Κρυσταλένα μετέφερα τις ιστορίες αυτές πρώτα στον υπολογιστή και μετά στο χαρτί. Εννοείται ότι τις ιστορίες ήθελε να τις γράψει στον Υπολογιστή η Κρυσταλένα, αλλά εγώ ήμουν πιο γρήγορος και συμφωνήσαμε να τις γράφω εγώ και αυτή να τις λέει. Να λοιπόν, γιατί έγραψα αυτές τις ιστορίες. Έπρεπε να επικοινωνήσω με έναν τρόπο διαφορετικό με την κόρη μου, όπως και με όλα τα παιδιά του κόσμου. Τώρα πια εκ των υστέρων μπορώ πιο εύκολα να ανακαλέσω στη μνήμη μου τον τρόπο που γράφτηκαν αυτές οι ιστορίες και να ανασύρω ή και να συνθέσω μια λογική ή ένα μοντέλο γραφής αυτών των ιστοριών ή έστω να καταγράψω την πορεία της συγγραφής. Πορεία συγγραφής 1. Η αφετηρία, η αρχή ή η αναζήτηση του θέματος ±ταν μια φράση ξεπατικωμένη από κάπου, ένα απόσπασμα διαλόγου από ένα βιβλίο ή μια ταινία ή μια εικόνα που δεν ξέρουμε από πού έχει εισβάλλει στο μυαλό μας. Τα πήραμε όλα αυτά και τα βάλαμε πλάι – πλάι. Αυτό ήταν το πρώτο υλικό μας που το ταιριάζαμε με αυτό που προέκυπτε από τα διάφορα θέματα που είχαμε κατανού. Για παράδειγμα, είχα στο μυαλό μου ένα θέμα «Ο Νίκος τρώει και τρώει και χοντραίνει» ή «η Κρυσταλένα δεν θέλει να φορέσει σκουφί παρόλο που κάνει κρύο», ή «η Μαρία θυμώνει με τη μαμά της» ή «η δασκάλα είναι αυστηρή». Σκάρωνα μια ιστορία με ένα απλό επεισόδιο και ύστερα από πολλές αφηγήσεις και επαναφηγήσεις με την Κρυσταλένα κατέληγα σε ένα πρόχειρο αφηγηματικό σχήμα, συχνά ημιτελές, χωρίς συνοχή και πειστικότητα. Είχαμε όμως πολύ μυθοπλαστικό υλικό γεμάτο με πολλές ατελείωτες ιστορίες και πολλά ασυνάρτητα επεισόδια. 2. Η δυναμική προς ολοκλήρωση των αφηγήσεων ή η ανάπτυξη του θέματος Το εκπαιδευτικό υλικό από μόνο του έχει μια δυναμική που μπορεί να οδηγεί κάποιες πρόχειρες ιστορίες στην ολοκλήρωσή τους. Έτσι σχεδόν αυτόματα ολοκληρώθηκε η ιστορία με το «λαγό το Λούα Λούα». Μάλιστα το όνομα προέκυψε από τον παλιό ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού, γιατί μας γοήτευσε και η μικρή παρήχηση που δημιουργείται από τη συναναστροφή των δυο λέξεων. Δεν έγινε όμως αυτό με πολλές άλλες ιστορίες. Για παράδειγμα η ιστορία «Εγώ δεν είμαι εγώ» ολοκληρώθηκε με τη συνδρομή του μύθου της Αταλάντης που γοήτευσε την Κρυσταλένα. Η ιστορία « Ησυχάστε, γράψτε και μη μιλάτε» με δυσκόλεψε αρκετά. Δεν έβρισκα κάτι ξεχωριστό πέραν του χαρακτήρα μιας δασκάλας που ήταν αυστηρή και ούρλιαζε κάθε πρωϊνό. Η Κρυσταλένα όταν άκουσε αυτήν την πρόχειρη ιστορία δήλωσε πως και αυτή έχει δυνατή φωνή, πιο δυνατή και από τη δασκάλα και ότι μπορεί και κείνη να φωνάξει και να ουρλιάξει άμα έχει μια τέτοια δασκάλα. Αυτό ήταν! Είχα μπροστά μου το κλειδί να δω όλη την ιστορία τώρα πια από τη σκοπιά των παιδιών. Η παιδική προοπτική αποτελεί βασικό συστατικό και κανόνα στη λογοτεχνία για παιδιά με κλασικότερο παράδειγμα τις ιστορίες του μικρού Νικόλα. Η ιστορία με τίτλο, Μαμά θέλεις να είσαι η μαμά μου, προέκυψε μετά από μια κρίση διαμαρτυρίας του τύπου: Αχ γιατί να έχω τέτοιους αυστηρούς γονείς! και με την ιδέα που υπάρχει στο άλμπουμ του Bernard Friot «Εst-ce que tu veux etre ma maman?» και βέβαια ύστερα πολλές διορθώσεις και αλλαγές. 3. Νοηματική και υφολογική επεξεργασία Πολλές ιστορίες έχουν τελειώσει αλλά καθώς τη διάβαζα, καταλάβαινα ότι κάτι λείπει, ότι κάτι περισσεύει. Έκανα ένα αδιάκοπο ράβε - ξήλωνε με αλλαγές φράσεων, προσθαφαιρέσεις επεισοδίων και καταστάσεων. Καθώς διάβαζα και ξαναδιάβαζα τις ιστορίες άλλοτε σιωπηλά, άλλοτε ψιθυριστά και άλλοτε μεγαλόφωνα, ένοιωθα καλύτερα το σώμα τους, τα κενά τους και αφουγκραζόμουν το βάδισμά τους και το ταξίδι τους στα αυτιά και στο μυαλό των αναγνωστών. Έλεγχα εκτός από τη συνοχή και συνάφεια των νοημάτων την τονικότητα των φράσεων και τη μελωδία των λέξεων και των φράσεων. Τέλος, έκλεισα τον Υπολογιστή και ύστερα από ένα μήνα, τις ξαναδιάβασα μόνος μου, σε κάποιους φίλους και φυσικά και στην Κρυσταλένα. Μετά από αυτά τις έστειλα στον εκδότη που μου απάντησε αμέσως και τον ευχαριστώ γι αυτό. Είχαν πάρει το δρόμο για εκτύπωση παρέα με μια εξαιρετική εικονογράφηση του Νίκου Βασιλειάδη. Νομίζω ότι τα είπα όλα και δεν ξέχασα τίποτε. Σας ευχαριστώ για την ακρόαση. Παρασκευή, 17 Δεκεμβρίου, 2010 Θεσσαλονίκη, Βιβλιοπωλείο Μαλλιάρης - Παιδεία Ανδρέας Καρακίτσιος

Σε Απόθεμα
+

Όσοι το αγόρασαν προτιμούν ακόμα τα...